Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πνιγετός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγετός — ὁ, Α το πνῑγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. ετός (πρβλ. παγ ετός, πυρ ετός)] … Dictionary of Greek